- συνάφι
- το, Νβλ. σινάφι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναφίδρυται — συναφί̱δρῡται , σύν ἀφιδρύω remoue to another settlement perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναφίστα — συναφί̱στᾱ , συναφίστημι draw into revolt together imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) συναφίστᾱ , συναφίστημι draw into revolt together pres imperat mp 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναφίστη — συναφί̱στη , συναφίστημι draw into revolt together imperf ind act 3rd sg συναφίστημι draw into revolt together pres imperat act 2nd sg συναφίστημι draw into revolt together imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσνάφι — το 1. σινάφι, συντεχνία, σωματείο επαγγελματιών 2. ομάδα ανθρώπων που έχουν τα ίδια γενικά χαρακτηριστικά (τις ίδιες έξεις, ιδέες, αρχές κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. esnaf «χειροτέχνης». Αντί τού εσνάφι χρησιμοποιείται περισσότερο ο τ. σινάφι… … Dictionary of Greek
σινάφι — και συνάφι, το 1. σωματείο, συντεχνία 2. κοινωνική τάξη, κοινωνική ομάδα («αυτός δεν είναι τού σιναφιού μας») 3. παρέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσνάφι < τουρκ. esnaf (βλ. λ. εσνάφι), ενώ ο τ. συνάφι με παρετυμολ. επίδραση τού συναφής] … Dictionary of Greek
μαστρολόι — το 1. ομάδα μαστόρων που ασχολούνται με μια τέχνη («κι ο Χάρος μαστρολόι του έχει τρανούς χαλκιάδες», Ζερβ.) 2. το σύνολο τών μαστόρων ή τεχνιτών, συνάφι, συντεχνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστρο * + λόι*] … Dictionary of Greek
μορταρία — η το συνάφι τών μόρτηδων, ο κόσμος τών αλητών, η αλαναρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόρτης + κατάλ. αρία (πρβλ. αλαν αρία)] … Dictionary of Greek
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek